Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

JOE DIMAGGIO - ΤΖΟ ΝΤΙ ΜΑΤΖΙΟ


Τζο Ντι ΜάτζιοΟ Τζο Ντι Μάτζιο Τζούνιορ γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1914. Οχι, όχι στη Νέα Υόρκη (όπως θα επιθυμούσε πλήθος δημάρχων της) αλλά στο Μαρτίνες, μια κοινότητα ψαράδων 25 μίλια νοτιοανατολικά της Golden Gate. Οι πρώτες θολές εικόνες του είναι όμως από το Fisherman's Wharf του Σαν Φρανσίσκο, εκεί όπου μετακόμισαν οι γονείς του, ιταλοί μετανάστες από το Ιζολα Ντέλε Φέμινε, ένα νησάκι της σικελικής ακτής, ένα χρόνο μετά τη γέννησή του. Γιατί εκεί τα νερά ήταν πιο γλυκά, τα ψάρια και τα καβούρια πιο ευκολόπιστα. Το όγδοο από τα εννέα παιδιά μιας από τις τόσες ιταλιάνικες φαμίλιες που είχαν έρθει να βρουν την τύχη τους στον Νέο Κόσμο ούτε είχε ακούσει ποτέ τη λέξη «μπέιζμπολ». Ο πατέρας του Τζιουζέπε Πάολο, ψαράς από κούνια, και η μητέρα Ροζαλία, με τα αμυγδαλωτά μάτια και τη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα, δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου αγγλικά.
Ο Τζιουζέπε πάντως δεν είχε σκοπό να «παίξει» με το μέλλον των γιων του και ας τους είχε «βάλει» από νωρίς στο ψαροκάικο. Μόνο οι δύο, ο Τομ και ο Μάικ, έπρεπε να ακολουθήσουν τα χνάρια του (ο Μάικ θα χάσει τη ζωή του το 1953, σε ηλικία 44 ετών, μια νύχτα στη θάλασσα). Για τους υπόλοιπους, ήθελε ο ένας να γίνει μεγάλο αστέρι της όπερας (ο Βίνσεντ, που είχε το ταλέντο αλλά δεν υπήρχαν αρκετά δολάρια να τον στείλουν για σπουδές στην Ιταλία), ο άλλος, ο Ντομινίκ, να γίνει δικηγόρος γιατί φορούσε γυαλιά και ο πέμπτος, ο Τζο, καθ' ότι ήταν επαγγελματίας «lagnuso» («τεμπελόσκυλο») και λάτρευε το καθισιό, να γίνει ­ τι άλλο; ­ λογιστής! Κάπως έτσι εισέβαλε ο όρος «μπέιζμπολ» στο σπιτικό των Ντι Μάτζιο. Ηταν ο μοναδικός τρόπος για να γλιτώσουν ο Βίνσεντ, ο διοπτροφόρος Ντομινίκ και φυσικά ο Τζο από τις ψαράδικες αγγαρείες.
Ο πρώτος επαγγελματίας παίκτης της φαμίλιας ήταν ο Βίνσεντ, που δεν άργησε να βρεθεί στην ομάδα των Σαν Φρανσίσκο Σιλς. «Πιτσιρικάς ήμουν πολύ φαντασμένος» θα εξομολογηθεί ο μικρότερος Τζο πολλά χρόνια αργότερα. «Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: "Αφού μπορεί ο Βινς να βγάζει φράγκα παίζοντας μπάλα, γιατί όχι κι εγώ;"». Δεν πίστευε στ' αφτιά του όταν οι Σαν Φρανσίσκο Σιλς τον κάλεσαν να προπονηθεί μαζί τους για τη σεζόν του 1933. Οι αθλητικογράφοι τον περιέγραφαν ως «έναν ψηλολέλεκα, όλο χέρια και πόδια» (δεν ήταν και τόσο σύνηθες στα γήπεδα του μπέιζμπολ το ύψος 1.90). Τρία χρόνια αργότερα, και όταν οι επιδόσεις του ως centerfielder είχαν αρχίσει να ακούγονται, οι περιώνυμοι Yankees της Νέας Υόρκης του προσέφεραν επαγγελματικό συμβόλαιο. Ο Μπέιμπι Ρουθ είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση και το άθλημα είχε ανάγκη από ένα σταρ. Θα μείνει μαζί τους ως το 1951. Μόνο μια τρίχρονη διακοπή για να υπηρετήσει την πατρίδα στη διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια λαμπρή καριέρα με μπόλικα χρυσά γάντια, 2.214 χτυπήματα, το περιβόητο εκείνο ρεκόρ του '41, και κάμποσες φωτογραφίες του κάτω από το μαξιλάρι ονειροπαρμένων αμερικανών πιτσιρικάδων.
Ο Τζο Ντι Μάτζιο δεν ακτινοβολούσε μόνο όταν κατάφερνε να χτυπήσει την μπάλα και να πατήσει τη βάση. Ηταν περιζήτητος στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης με τα ατσάκιστα κοστούμια και τους άψογους τρόπους. Το 1939 παντρεύεται την εντελώς άγνωστη στάρλετ Ντόροθι Αρνολντ αλλά ο γάμος θα λήξει πέντε χρόνια αργότερα. Η συνάντηση με τη Μέριλιν θα λάβει χώρα σε ένα ρεστοράν του Μανχάταν όταν εκείνος, 39 ετών, είχε χορτάσει από προβολείς και εκείνη, 27 ετών, μόλις είχε αρχίσει φλερτ με το σταρ σύστεμ. Καταδικασμένη εξαρχής δηλαδή. Τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας εκείνη δεν θα του δώσει ιδιαίτερη σημασία. Οταν όμως ο Μίκι Ρούνεϊ άρχισε να πλέκει το εγκώμιο του Ντι Μάτζιο, η Μέριλιν δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ο γάμος τους (στις 5 Οκτωβρίου 1954) θα διαρκέσει ακριβώς 274 ημέρες. Ισως το πιο γνωστό στον Τύπο περιστατικό από την κοινή ζωή τους ήταν εκείνο που συνέβη στη διάρκεια του μήνα του μέλιτος στην Ιαπωνία. Η Μέριλιν προσκλήθηκε να διασκεδάσει με το μπρίο της τα αμερικανικά στρατεύματα στην Κορέα. Οταν γύρισε χαμογελούσε ολόκληρη. «Τζο, Τζο, ήταν υπέροχα, οι στρατιώτες με λάτρεψαν. Δεν έχεις ακούσει τέτοιες επευφημίες». Εκείνος απάντησε ήρεμα: «Και όμως, αγάπη μου, τις έχω ακούσει...».
Παρέμειναν φίλοι και μετά το διαζύγιο. Και όταν το 1962 η θεά υπέκυψε στα βαρβιτουρικά (ή ό,τι τέλος πάντων υποστηρίζουν οι πιο πρόσφατες θεωρίες συνωμοσίας), εκείνος φρόντισε τα πάντα για την τελετή του ύστατου αντίο. Τη θυμόταν πάντα ως «το ανοιχτόκαρδο κορίτσι που έπεσε θύμα εκμετάλλευσης εκείνων των τύπων στο Χόλιγουντ». Και όταν βρέθηκε κάποτε tete-a-tete με τον Ρόμπερτ Κένεντι, απέστρεψε οργισμένος το βλέμμα του. Για πολλά χρόνια δεν παρέλειπε να της στέλνει ρόδα στο κοιμητήριο.
Στο μεταξύ οι Yankees τον προσκαλούσαν να εγκαινιάζει τη σεζόν ρίχνοντας την πρώτη μπαλιά. Γράφτηκαν τραγούδια για τον Ντι Μάτζιο, ο Νίκολας Ρεγκ τον συμπεριέλαβε το 1985 στην ταινία του «Μια νύχτα με τη Μέριλιν» (μαζί με την πρώην σύζυγό του, τον Αϊνστάιν και τον γερουσιαστή Τζο Μακάρθι). Εκείνος αποσύρθηκε διακριτικά στο σπίτι του και περνούσε τον χρόνο του μαγειρεύοντας «τσιοπίνο» για τους φίλους του μπεϊζμπολίστες στο εστιατόριό του «Joe DiMaggio's Grotto», ενώ το 'ριξε σιγά σιγά στις αγαθοεργίες και στη νοσταλγία. Ακόμη και όταν χτυπήθηκε από την επάρατο νόσο, ακόμη και όταν τα «κοράκια» του NBC ανακοίνωσαν (τον περασμένο Ιανουάριο) τον... ψευτοθάνατό του, το Ιστιοφόρο δεν σταμάτησε να αρμενίζει. Ισως γι' αυτό για αρκετούς Αμερικανούς το αμερικανικό όνειρο έσβησε μαζί του την περασμένη Δευτέρα. Ισως γι' αυτό οι περισσότεροι θα ήθελαν να τον έχουν παρέα δίπλα τους. Οπως ο Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ στο «Ο γέρος και η θάλασσα»: «"Θα ήθελα να πάρω μαζί μου για ψάρεμα τον μεγάλο Ντι Μάτζιο" είπε ο γέρος. "Λένε ότι ο πατέρας του ήταν ψαράς. Μπορεί να ήταν τόσο φτωχός όσο εμείς και θα καταλάβαινε"». Πέθανε στις 8 Μαρτίου 1999.Οι Αμερικανοί τον θρήνησαν ως το τελευταίο σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Γιατί δεν ήταν απλώς ο παίκτης που κατέχει το ρεκόρ των επιτυχημένων χτυπημάτων σε 56 συνεχόμενα παιχνίδια (άθλο που πιστοποιεί το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες και που δεν έχει ξεπεράσει κανένας από τότε, το 1941) ούτε απλώς ένας από τους συζύγους της Μέριλιν. Ηταν ο αθλητής και ο άνθρωπος που πήρε το γάντι του μπέιζμπολ, αυτό που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές από Αμερικανάκια, και το παραγέμισε με ήθος, αξιοπρέπεια και σφρίγος (καρδιάς κυρίως). 


Δήμητρα Σέττα