«Saturday Night Fevers» ήταν ο τίτλος μιας κινηματογραφικής ταινίας του 1977, που έφερε τη ντίσκο και γενικότερα τη κουλτούρα του χορού στο μουσικό προσκήνιο, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Σ’ αυτό βοήθησε και το σάουντρακ της ταινίας, με τις επιτυχίες που ανέδειξε.
Η μουσική Ντίσκο, με τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό και τη φανκ και σόουλ καταγωγή της, αναδείχθηκε στις ντισκοτέκ, όπου σύχναζαν κυρίως μαύροι. Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 ήταν ένα περιθωριακό είδος, αλλά γύρω στο 1975 άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή. Ο Βρετανός δημοσιογράφος Νικ Κον θέλησε να κάνει μια έρευνα για τις νεανικές

Το άρθρο κέντρισε το ενδιαφέρον του μεγαλοπαραγωγού Ρόμπερτ Στίγκγουντ, ο οποίος θέλησε να το μεταφέρει στον κινηματογράφο ως ταινία μυθοπλασίας, με σκηνοθέτη τον Τζον Άβιλντσεν. Πλησίασε τους Bee Gees, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν μουσικά και τους ζήτησε πέντε τραγούδια, τα οποία προόριζαν για το νέο τους άλμπουμ. Οι αδελφοί Γκιμπ ανταποκρίθηκαν, αλλά συνάντησαν την άρνηση του Άβι

Το σάουντρακ της ταινίας κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1977. Περιλάμβανε επτά τραγούδια των Bee Gees, μουσική που έγραψε ο Ντέϊβιντ Σάϊρ και τραγούδια άλλων καλλιτεχνών. Στις 21 Ιανουαρίου 1978 ο δίσκος ανέβηκε στο Νο1 του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών, όπως και τέσσερα τραγούδια. Συνολικά μέχρι σήμερα, η μουσική του «Saturday Night Fever» έχει πουλήσει πάνω από 25.000.000 αντίτυπα και είναι μακράν το πιο επιτυχημένο σάουντρακ όλων των εποχών.
Η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες στις 14 Δεκεμβρίου 1977. Αμέσως σχεδόν, σκαρφάλωσε στη κορυφή του αμερικάνικου box-office και ανέδειξε ένα μεγάλο πρωταγωνιστή, τον Τζον Τραβόλτα. Ο Τραβόλτα υποδύεται στη ταινία τον Τόνυ Μανέρο, ένα προβληματικό νεαρό, που ζει και αναπνέει όλη την εβδομάδα μόνο για το Σάββατο. Την ημέρα αυτή αφήνει πίσω τη μίζερη ζωή του, φοράει ολόλευκο κοστούμι και για μια βραδιά αποσπά τη προσοχή όλων με τις χορευτικές του επιδόσεις. Είναι ο αναμφισβήτητος βασιλιάς στο μικρόκοσμο της ντισκοτέκ. Τα κορίτσια θέλουν να πέσουν στην αγκαλιά το

Δήμητρα Σέττα