Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Μαρμότα

Μαρμότα ή αρκτόμυς. Τρωκτικό θηλαστικό της οικογένειας των αρκτομυών. Το μήκος του σώματός του είναι 63 εκ. περίπου και το μήκος της ουράς του 15 εκ. Είναι κοντόχοντρο με παχιά ουρά και κοντά πόδια, που καταλήγουν σε μυτερά νύχια. Χρησιμοποιεί τα μπροστινά πόδια του για να συγκρατεί την τροφή όταν τρώει. Το κεφάλι έχει στρογγυλό σχήμα, τα μάτια του προεξέχουν λίγο και τα αυτιά του είναι πολύ μικρά. Στην οδοντοστοιχία του δεν υπάρχουν κυνόδοντες. Στις ενήλικες μ. οι κοπτήρες έχουν πορτοκαλί χρώμα. Το τρίχωμά του αποτελείται από μακριές και σκληρές τρίχες, που καταλήγουν σε απαλό χνούδι. Το χρώμα του τριχώματός του είναι καστανοκόκκινο.
Ζει κοπαδιαστά σε μεγάλο υψόμετρο στα Πυρηναία, στα Καρπάθια και στις Άλπεις. Μαρμότα ονομάστηκε από τους κατοίκους της Σαβοΐας. Στην αρχαιότητα οι Ρωμαίοι την ονόμαζαν "άπλειον μυν". Οκτώ περίπου μήνες η μ. βρίσκεται σε χειμέρια νάρκη μέσα σε υπόγειες φωλιές, που έχει επιστρώσει με ξερά χορτάρια. Η νάρκη της διαρκεί από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο, οπότε βγαίνει από τη φωλιά της κατά οικογένειες. Τρέφεται με καρπούς και σπόρους διάφορων φυτών και παχαίνει πολύ στη διάρκεια του
καλοκαιριού. Ζευγαρώνει τον Απρίλιο και ύστερα από εγκυμοσύνη σαράντα περίπου ημερών το θηλυκό γεννά από δύο μέχρι πέντε νεογνά, που συμπληρώνουν την ανάπτυξή τους ύστερα από τρία χρόνια. Κυνηγιέται πολύ από τους κατοίκους των περιοχών όπου ζει για το κρέας της, το λίπος της και το περιζήτητο δέρμα της. Είναι δειλό και καχύποπτο ζώο και το κυνήγι του είναι πολύ δύσκολο, γιατί όταν μία μ. αντιληφθεί κάποιο κίνδυνο, ειδοποιεί το κοπάδι μ` ένα σφύριγμα κι αμέσως όλα τα ζώα του κοπαδιού κρύβονται. Σκαρφαλώνει με μεγάλη ευκολία πάνω στους βράχους και στα δέντρα.



Δήμητρα Σέττα