Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Όλη μας η ζωή είναι μια ακροβασία ανάμεσα στις επιθυμίες μας και στην πραγματικότητα...

Όταν βγήκα από τη μικρή σχισμάδα των βράχων, που αν δεν ήξερες που είναι δεν θα μπορούσες καν να τη βρεις, ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει μακριά, πάνω από το πέλαγος, φέρνοντας στο μυαλό μου τις μνήμες κάποιας άλλης ανατολής, εδώ στο ίδιο μέρος πριν από μερικούς μήνες, τότε που ακόμα όλα γεννιόντουσαν. Ο ήλιος που φώτιζε τώρα τα βράχια της Αποκάλυψης, περνώντας τις ακτίνες μέσα από την αχλή που πλανιόταν σαν σύννεφο πάνω από τη θάλασσα, έπεσε στο πρόσωπό μου, που τον είχε ανάγκη, αλλά με έκανε να μισοκλείσω τα μάτια μου. Τον είχα ανάγκη τον ήλιο μετά από τόσες μέρες εκεί κάτω. Της το είχα πει πριν φύγω. «Αν φύγω χωρίς να γίνει η συνάντηση, όταν θα γυρίσω δεν θα είμαι πια ο ίδιος». Τίναξα λίγο τα ρούχα μου και κάθισα πάνω σ’ ένα βράχο. Δεν ήμουν πια ο ίδιος, είχα αλλάξει στο σημείο που έκανε όλη τη διαφορά. Κοίταξα το στήθος μου. Το βέλος δεν ήταν πια εκεί. Έβαλα το χέρι μου μέσα από το πουκάμισό μου και ακούμπησα την πληγή, που πια είχε κλείσει και σε λίγο, αν και ακόμα πονούσε, δεν θα είχε μείνει παρά μια ουλή για να μου θυμίζει αυτό που κάποτε υπήρξε. Έτσι είναι. Όλα περνάνε και όλα χάνονται καθώς η Γη συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και να κάνει τους σιωπηλούς κύκλους της γύρω από τον ήλιο. Τίποτα δεν αντέχει κάτω από τον ήλιο, αν δεν εναρμονίζεται με τη συνθήκη των τριών διαστάσεων και των πέντε αισθήσεων. Μόνο στη διάρκεια της νύχτας δημιουργούνται οι συνθήκες για να γεννηθούν δαίμονες. Μόνο στα σκοτάδια της νύχτας και στα επικίνδυνα μονοπάτια που καλπάζει το μυαλό μας. Και αυτό που είχα ζήσει τους τελευταίους μήνες είχε γεννηθεί και είχε πεθάνει μέσα στη νύχτα. Και δεν θα αναζητήσω στο φως της μέρας. Θα το αφήσω εκεί κρυμμένο στα μυστικά του, μέσα στην ασφάλεια της ανυπαρξίας του. Αν μπορούσα να το είχα υποψιαστεί, αν είχα ακολουθήσει τις αμφιβολίες τότε θα είχα καταλάβει καιρό πριν, ότι αυτό που είχε γεννηθεί, ήταν εξ ίσου γενναίο, όσο και καταδικασμένο. Αλλά ποιο θα ήταν το όφελος. Έτσι κι αλλιώς, όλα περνάνε και όλα χάνονται. Ακόμη κι αν ίσχυε η καλύτερη από τις επινοήσεις της, η πιο όμορφη και η πιο ενδιαφέρουσα και πάλι θα χανόταν. Και πάλι θα την έκανα ανάμνηση, γιατί αυτός είναι ο δρόμος μου. Να κάνω και να γίνομαι ανάμνηση...
Όταν κατέβηκα από τη χαραμάδα των βράχων, δεν ήξερα πόσο χρόνιο θα χρειαζόταν. Το ψυχορράγημα ενός δαίμονα, ποτέ δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει. Από την ένωση των σωμάτων μας γεννιούνται φυσικά παιδιά. Από την ένωση της ψυχής μας γεννιούνται δαίμονες. Αλλά αυτή τη φορά- και για μεγάλη μου έκπληξη- αυτή τη φορά δεν είχε γεννηθεί δαίμων. Είχε γεννηθεί μια μικρή δαιμόνισα. Αυτήν που κρατώντας την από το χέρι, όταν περάσαμε μαζί τη σχισμή των βράχων, συντρόφευα στο τελευταίο της ταξίδι. Και παρ’ όλο που το ήξερε πως αυτό θα ήταν το τελευταίο της ταξίδι, δεν φοβόταν. Ίσως γιατί ήταν δαιμόνισα και όχι δαίμων. Και όταν φτάσαμε εκεί, στο μέρος που κυκλοφορούν μόνο οι νεκροί και οι αναμνήσεις αυτών που αγαπήσαμε, την ακούμπησα πάνω στο κοίλωμα ενός βράχου και κάθισα εκεί δίπλα της εφτά μέρες κι εφτά νύχτες, κοιτάζοντάς την στα μάτια και βλέποντάς την να γίνεται όλο και πιο διάφανη. Και δεν είχαν τα μάτια της ούτε ελπίδα ούτε φόβο. Με κοίταζε με τα μάτια της που παρέμεναν το ίδιο όμορφα παρ’ όλο που γνώριζε πως το τέλος της πλησίαζε. Ώσπου στο τέλος χάθηκε τελείως από τα μάτια μου. Έμεινα κοντά της κοιτάζοντάς την μέχρι το τέλος. Δεν την άφησα ούτε στιγμή. Αυτό της χρωστούσα και αυτό ήθελα να κάνω. Δεν μετανιώνω. Ήταν καλό έτσι όπως ήταν.
Ότι αγαπήσαμε γίνεται ανάμνηση και ότι αγαπάμε τώρα θα γίνει ανάμνηση. Και εμείς έχουμε γίνει ανάμνηση γι αυτούς που μας αγάπησαν και θα γίνουμε ανάμνηση γι αυτούς που μας αγαπάνε.
Σηκώθηκα όρθιος και τίναξα τα ρούχα μου. Είχε τελειώσει. Μια γυναίκα που καθόταν κοντά στη σπηλιά της Αποκάλυψης γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένη, γιατί οι επισκέπτες έρχονται από την άλλη μεριά. Ήταν ακόμη νωρίς και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Έγινα διάφανος και πέρασα μέσα από τους τοίχους, μέσα από τις πόρτες και τα κλειστά παράθυρα. Τους έβλεπα, αλλά δεν με έβλεπαν. Ετοιμαζόντουσαν για μια ακόμη μέρα. Φορούσαν τα ρούχα τους, έφτιαχναν τα μαλλιά τους και έπαιρναν μαζί ότι θα χρειάζονταν. Αλλά πριν ανοίξουν την πόρτα και βγουν έξω φόραγαν τη μάσκα τους. Όλοι φοράμε μάσκες. Νέοι, γέροι, άνδρες , γυναίκες, όμορφοι, άσχημοι, πλούσιοι και φτωχοί, όλοι φοράμε μάσκες. Είναι οι μάσκες που φτιάχνουμε μόνοι μας, για να μοιάζουμε με αυτό που θέλουμε οι άλλοι να νομίζουν ότι μοιάζουμε. Είναι διαφορετικό το μέσα από το έξω μας, είναι διαφορετικό αυτό που αξίζουμε, από αυτό που μας προκύπτει. Κι έτσι ο βυθός παραμένει σπαρμένος με χιλιάδες διαμάντια, με πολύτιμες πέτρες, που δεν ήταν στη Μοίρα τους να ζήσουν στην επιφάνεια. Είμαστε όλοι ακροβάτες πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και ισορροπούμε ανάμεσα στις επιθυμίες μας και στην πραγματικότητα. Θα θέλαμε η Μοίρα μας να είναι αυτή που θα θέλαμε εμείς, αλλά η Μοίρα μας είναι πάντα αυτή που είναι εκείνη. Κι όταν η απόσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και στην πραγματικότητα, μικρή ή μεγάλη, γίνεται δυσβάσταχτη, τότε μεγαλώνουμε τις μάσκες για να χωρέσουν την επιθυμία μας. Πώς να σε κατηγορήσω για τις μάσκες που φόρεσες; Θα ήταν σαν να σε κατηγορώ για τη Μοίρα σου που δεν την έφτιαξες εσύ. Δεν είμαι Κριτής και δεν είμαι Δίκαιος. Γι αυτό δεν θα σε κρίνω. Μακάρι το ταξίδι σου να είναι αυτό που θέλεις. Μακάρι και η κατάληξή του να είναι αυτή που θέλεις.
Θα ψάξω για λίγο να βρω τη μια χαμένη μάσκα. Ή και τις δυο χαμένες μάσκες. Αλλά και να τις βρω δεν θα έχει νόημα. Θα είναι μόνο η μάσκα και όχι το περιεχόμενο.
Αλλά μάλλον θα το ξεχάσω και αυτό. Έρχονται άλλα πρόσωπα, άλλα πράγματα, καινούργιες αναμνήσεις. Κάθε στροφή του ταξιδιού μας γίνεται μέρος μας. Γίνεται ο καινούργιος εαυτός μας με τον οποίο ανιχνεύουμε το μέλλον. Και οι αναμνήσεις μας γίνονται η συντροφιά που άλλοτε κοιμάται και άλλοτε ξυπνάει για να μας θυμίσει πως κάποτε υπήρξε…
Ότι τελειώνει, τελειώνει και ότι αρχίζει, αρχίζει. Γνωρίζουμε αυτά που τελείωσαν. Αλλά δεν γνωρίζουμε αυτά που θα αρχίσουν...
Όταν έφτασα στο σπίτι τα παιδιά είχαν σηκωθεί και οι υπόλοιπες ήταν σχεδόν έτοιμες για την παραλία. Τα νερά στην Πάτμο ήταν όσο γαλάζια και κρύα χρειαζόταν. Μπήκα με τις κόρες μου στο νερό και κολύμπησα όσο χρειαζόταν για να ξυπνήσω...