Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Πιότρ Τσαϊκόφσκι


Ο Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι
, (7 Μαΐου, 18406 Νοεμβρίου, 1893 -Γρηγ. Ημ.)/ 25 Απριλίου, 184025 Οκτωβρίου, 1893 -Ιουλ. Ημ.)) ήταν ρώσος συνθέτης της ρομαντικής εποχής. Όσο το ύφος του διευρυνόταν,ο Τσαϊκόφσκι έγραψε μουσική σε ένα μεγάλο φάσμα ειδών, συμπεριλαμβανομένων συμφωνίας, όπερας, μπαλέτου, οργανικής μουσικής, μουσικής δωματίου και τραγουδιού. Έγραψε μερικά από τα πιο δημοφιλή ορχηστρικά και θεατρικά μουσικά έργα στο σύγχρονο κλασικό ρεπερτόριο, όπως τα μπαλέτα Η λίμνη των κύκνων, Η Ωραία Κοιμωμένη και Ο Καρυοθραύστης, η Ουβερτούρα 1812, το Πρώτο Κοντσέτο για Πιάνο, επτά συμφωνίες και η όπερα Ευγένιος Ονέγκιν.
Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε σε μια μεσοαστική οικογένεια. Η εκπαίδευση που έλαβε τον προετοίμασε για δημόσιο υπάλληλο παρά την πρώιμη μουσική ανάπτυξη που είχε επιδείξει. Ενάντια στις επιθυμίες της οικογένειάς του αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα στη μουσική και το 1862 μπήκε στο Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, από όπου αποφοίτησε το 1865. Αυτή η τυπική εκπαίδευση με πολλές επιρροές από τη Δύση, τον ξεχώρισε από τη σύγχρονή του εθνικιστική κίνηση, υλοποιημένη από μια ομάδα νεαρών Ρώσων συνθετών γνωστοί ως
Η Ομάδα των Πέντε, με τους οποίους ο Τσαϊκόφσκι μία ανάμεικτη επαγγελματική σχέση καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του.
Αν και απόλαυσε πολλές επιτυχίες, δεν ήταν ποτέ συναισθηματικά ασφαλής και η ζωή του ήταν διάστικτη με προσωπικές κρίσεις και περιόδους κατάθλιψης. Παράγοντες που συντέλεσαν σε αυτό ήταν η καταπιεσμένη του ομοφυλοφιλία και ο φόβος της διαπόμπευσης, ο καταστροφικός του γάμος και η ξαφνική κατάρρευση της μοναδικής διηνεκούς σχέσης στην ενήλικη ζωή του, της δεκατριάχρονης σχέσης του με την πλούσια χήρα Ναντέτστντα φον Μεκ. Εν μέσω προσωπικών αναταραχών η φήμη του Τσαϊκόφσκι μεγάλωνε. Τιμήθηκε από τον Τσάρο, του χορηγήθηκε ισόβια σύνταξη και εγκωμιαζόταν στα μουσικά μέγαρα όλου του κόσμου. Ο ξαφνικός του θάνατος σε ηλικία 53 ετών αποδίδεται γενικά σε χολέρα αλλά κάποιοι τον αποδίδουν σε
αυτοκτονία.
Αν και είναι διαχρονικά δημοφιλής στο φιλόμουσο κοινό όλου του κόσμου. ο Τσαϊκόφσκι έχει κατά καιρούς επικριθεί σκληρά από κριτικούς, μουσικούς και συνθέτες. Παρόλ' αυτά, η φήμη του ως ένας σημαντικός και αξιόλογος συνθέτης θεωρείται πλέον γενικά απρόσβλητη. Στις αρχές και στα μέσα του 20ου αιώνα, οι δυτικοί κριτικοί απέρριπταν τη μουσική του ως κοινή και με έλλειψη υψηλού πνεύματος, αλλά αυτή η περιφρόνηση έχει κατά μεγάλο μέρος εξαλειφθεί.
Παιδικά χρόνιαΤο 1840, ο Πιότρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε στο Βότκινσκ, μια μικρή πόλη στη σημερινή
Δημοκρατία των Ουντμούρτ. Ο πατέρας του, Ίλυα Πέτροβιτς Τσαϊκόφσκι, ήταν ένας κυβερνητικός μηχανικός ορυχείων ουκρανικής εθνικότητας, ο οποίος δούλευε ως διευθυντής εργοστασίων σε διάφορες ρώσικες πόλεις. Η μητέρα του συνθέτη Αλεξάνδρα Αντρέγιεβνα ντ' Ασσιέ, είχε εν μέρει γαλλική καταγωγή και ήταν η δεύτερη από τις τρεις συζύγους του Ίλυα.
Ο Πιοτρ ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά από το δεύτερο γάμο του πατέρα του. Είχε τέσσερεις αδερφούς (το Νικολάι, τον Ιππόλυτο και τους δίδυμους Ανατόλι και Μόντεστ με τον τελευταίο να είναι μεταφραστής, δραματουργός και λιμπρετίστας) και μια αδερφή, την Αλεξάνδρα. Είχε επίσης μια ετεροθαλή αδερφή, τη Ζιναΐδα, από τον πρώτο γάμο του πατέρα του.
Το 1843 οι γονείς του Τσαϊκόφσκι προσέλαβαν μια Γαλλίδα γκουβερνάντα, τη Φαννύ Ντουρμπάχ. Η αγάπη και η τρυφερότητά της προς τα παιδιά λέγεται πως ερχόταν σε αντίθεση με την Αλεξάνδρα, η οποία περιγράφεται από ένα βιογράφο ως ένας ψυχρός, δυστυχισμένος, απόμακρος γονιός που δεν ήταν καθόλου επιρρεπής σε εκδηλώσεις τρυφερότητας. Παρόλ' αυτά, άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η Αλεξάνδρα λάτρευε το γιο της.
Ο Τσαϊκόφσκι ξεκίνησε μαθήματα πιάνου στην ηλικία των πέντε ετών. Ως ένας πολύ ταλαντούχος μαθητής ο Τσαϊκόφσκι μπορούσε να διαβάζει μουσική τόσο καλά όσο και ο δάσκαλος του μέσα σε τρία χρόνια. Οι γονείς του υποστήριζαν πάρα πολύ το μουσικό ταλέντο του, προσλαμβάνοντας για εκείνον έναν καθηγητή, αγοράζοντάς του ένα όργανο και ενθαρρύνοντας τις σπουδές του στο πιάνο. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός των γονιών του για το μουσικό ταλέντο του σύντομα υποχώρησε. Το 1850, η οικογένεια αποφάσισε να στείλει τον Τσαϊκόφσκι στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή στην
Αγία Πετρούπολη. Αυτό το ίδρυμα εξυπηρετούσε τους λιγότερο αριστοκράτες και μεγαλοαστούς και θα τον προετοίμαζε για μια καριέρα ως δημόσιος υπάλληλος. Καθώς η κατώτατη ηλικία αποδοχής σε αυτή τη σχολή ήταν τα δώδεκα, ο Τσαϊκόφσκι έπρεπε να περάσει δύο χρόνια εσώκλειστος στο προκαταρκτικό σχολείο της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής 1.300 χλμ. μακριά από την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν αυτά τα δύο χρόνια, ο Τσαϊκόφσκι μεταφέρθηκε στην Αυτοκρατορική Νομική Σχολή για να ξεκινήσει έναν επταετή κύκλο μαθημάτων.
Αναδυόμενος Συνθέτης
Δημόσιες Υπηρεσίες
Στις 25 Ιουνίου 1854 ο Τσαϊκόφσκι υπέστη το σοκ του θανάτου της μητέρας του, Αλεξάνδρας, από χολέρα. Επηρεάστηκε τόσο που δεν ήταν σε θέση να ενημερώσει τη Φαννύ Ντουρμπάχ πριν περάσουν δύο χρόνια. Μολαταύτα, μέσα σε ένα μήνα από το θάνατο της μητέρας του έκανε τις πρώτες του σοβαρές προσπάθειες στη σύνθεση, ένα
βαλς στη μνήμη της. Αρκετοί συγγρφείς υποστηρίζουν πως η απώλεια της μητέρας του έπαιξε κατηγορηματικό ρόλο στη σεξουαλική ανάπτυξη του Τσαϊκόφσκι, μαζί με την εμπειρία του στην υποτιθέμενη εκτεταμένη ομοφυλοφιλική άσκηση ανάμεσα στους μαθητές της Αυτοκρατορικής Νομικής Σχολής. όποια κι αν είναι η αλήθεια, κάποιες φιλίες με συμφοιτητές, όπως με τον Αλεξέι Ακπούτιν και τον Βλαντιμίρ Γκέραρντ, ήταν αρκετά έντονες ώστε να διαρκέσουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Η μουσική δε θεωρούταν προτεραιότητα στη Σχολη αλλά ο Τσαϊκόφσκι παρακολουθούσε συχνά όπερα και θέατρο με άλλους φοιτητές. Αγαπούσε τα έργα του Ροσσίνι, του Μπελίνι, του Βέρντι και του Μότσαρτ. Ο κατασκευαστής πιάνων Φράντζ Μπέκερ επισκεπτόταν περιστασιακά τη σχολή ως δάσκαλος μουσικής. Αυτή ήταν η μόνη επίσημη μουσική εκπαίδευση που έλαβε ο Τσαϊκόφσκι εκεί. Από το 1855 ο Ίλυα Τσαϊκόφσκι χρηματοδότησε ιδιαίτερα μαθήματα με τον Ρούντολφ Κούντινγκερ, έναν πασίγνωστο δάσκαλο πιάνου από τη Νυρεμβέργη. Ο Ίλυα ρώτησε, επίσης, τον Κούντινγκερ σχετικά με τη μουσική καριέρα του γιου του. Ο Κούντινγκερ απάντησε πως τίποτα δεν υποδείκνυε έναν μελλοντικό συνθέτη ή έστω έναν καλό ερμηνευτή.

Σπύρος Γεωργούσης και Δήμητρα Σέττα