Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Οι αφηγήσεις του Στελλάκη Περπινιάδη



«Ο Βαγγέλης είχε ένα τραγικό τέλος στην Κατοχή. Πέθανε πολύ νέος το 43’ από φθίση και άφησε πίσω του μια τυφλή γυναίκα, την Αγγελίτσα. Τα τελευταία χρόνια έχουν πέσει απάνω στα τραγούδια του όλοι οι κλέφτες και δεν έχουν αφήσει τίποτα όρθιο. Ακόμα δεν πήγαν και στον τάφο του, να του κλέψουν τα οστά! Χωρίς φιλότιμο και ίχνος πέτσας, πήραν φόρα και άρχισαν να λεηλατούν τα τραγούδια του Βαγγέλη. Η χήρα του δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Ο Μακρής, στην ΑΕΠΙ, δεν είναι για συζήτηση. Και οι κλέφτες αλωνίζουνε, χωρίς να δίνουνε λογαριασμό σε κανένα. Εγώ ξέρω όλους τους κλέφτες και όλα τα τραγούδια που άρπαξαν. Τα ακούω στο ραδιόφωνο ή αλλού και αμέσως τηλεφωνάω στην Αγγέλα. Πρώτος ο Μάρκος, έκλεψε ένα πολύ ωραίο χασάπικο του Παπάζογλου και πριν από λίγα χρόνια το έκανε δίσκο, είναι «Οι γλάροι». Όταν το άκουσα τηλεφώνησα νευριασμένος στην Αγγέλα και της το είπα. Μετά, έκλεψε ο Μητσάκης, ο Καπετάνιος, ο Μανησαλής, ο Ροβερτάκης, ο Γαβαλάς και ο Βασιλειάδης-αυτό το μούτρο, που δεν έχει πάνω του καθόλου φιλότιμο. Αυτός έκλεψε τον «Αργιλέ» και έκανε το «Μωρό μου», που τραγουδάει ο Καζαντζίδης. Εγώ το άκουσα πρώτος και τηλεφώνησα στη γυναίκα του Βαγγέλη και της έβαλα τις φωνές που κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Όταν εκείνη τηλεφώνησε στην εταιρεία και φώναζε, μετά, πήγε στο σπίτι της ο Βασιλειάδης και με την πιο μεγάλη αναίδεια, της είπε να της δώσει 500 δραχμές, για να πατσίσουνε! Μου το είπε στο τηλέφωνο η ίδια η Αγγέλα. Αυτό το παλιόμουτρο δεν σεβάστηκε ότι ο πατέρας του, (ο γέρο-Βασιλειάδης), εγώ και ο Παπάζογλου είμαστε στενοί φίλοι και συνεργάτες. (Ο πατέρας του Βασιλειάδη έπαιζε σαντούρι). Δεν σεβάστηκε ότι μεγάλωσε μέσα στο σπίτι του Παπάζογλου. Και να ξέρεις ότι ο Παπάζογλου ήτανε και έτοιμος τότε να βαφτίσει το Βασιλειάδη-παρά λίγο θα γινότανε και νονός του! Τίποτα δε σεβάστηκε από όλα αυτά και πήρε φόρα, πρώτος αυτός, να κλέβει.

Είπα στην Αγγέλα να τους κάνει δικαστήριο και θα πάω μάρτυρας, εγώ που τα τραγουδάω και ο Μανωλάκης ο Μαργαρώνης, που ‘παιζε στο δίσκο. Αλλά μήπως οι ίδιοι κλέφτες δεν κάνουν τα ίδια και στα τραγούδια του Τούντα; Δεν υπάρχει πεθαμένος που να μην τον έχουν κατακλέψει».

Ο Χατζηδουλής σημειώνει τις προσπάθειες του Τούντα, του Στελλάκη και του Μοντανάρη να ιδρύσουν μια εταιρεία, το «Γραφείο Προστασίας δικαιωμάτων», που θα προστάτευε τα πνευματικά δικαιώματα των συνθετών και στιχουργών.

«…Θέλαμε συμπληρώνει ο Στελλάκης, να ελέγχουμε οι ίδιοι και να προστατέψουμε τα πνευματικά μας δημιουργήματα, ενώ είχαμε σκοπό να ζητήσουμε και αυξήσεις, από τις πάντα αχόρταγες εταιρείες. Γι’ αυτό το σκοπό ο Τούντας πλησίασε, με απόλυτη μυστικότητα, όλους τους συνθέτες της εποχής και οι περισσότεροι απ’ αυτούς, αν και ήταν μέλη της ΑΕΠΙ, απάντησαν: «Εντάξει…»
«Φυσικά, λέει ο Χατζηδουλής, η συνέχεια είναι γνωστή. Οι αντιδράσεις εκείνων που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να γίνει κάτι τέτοιο, υπήρξαν πολλές και κάτι παραπάνω από λυσσασμένες. Και με τη βοήθεια ανωτάτων στελεχών της Χούντας του Μεταξά και των φωνογραφικών εταιρειών(οι οποίες εκβίασαν ανοιχτά πολλούς συνθέτες), πέτυχαν να διαλύσουν την κίνηση, πριν κάνει το δεύτερο βήμα της. Σπουδαίο ρόλο δε, έπαιξε τότε γνωστότατος άρπαγας και φασίστας, ρεμπέτης συνθέτης.»
Τέλος ο Χατζηδουλής αναφέρει πως ο Τούντας, ο Τσαούς, ο Παντελίδης ο Μοντανάρης, ο Στελλάκης, ο Τσιτσάνης κ.α. δεν έγιναν ποτέ μέλη της ΑΕΠΙ.